Ο αρχαιολογικός χώρος της Νέας Πάφου
Η πόλη της Νέας Πάφου αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους αρχαιολογικούς χώρους της Κύπρου. Είναι κτισμένη πάνω σε ένα μικρό ακρωτήρι στη νοτιοδυτική ακτή του νησιού. Η πόλη ιδρύθηκε στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. από το βασιλιά της Πάφου Νικοκλή, ο οποίος μετέφερε εκεί την έδρα του βασιλείου του από την Παλαίπαφο (τα σημερινά Κούκλια). Στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. η Κύπρος εντάσσεται στο βασίλειο των Πτολεμαίων με πρωτεύουσα τη Σαλαμίνα. Μέχρι τα τέλη του 2ου αιώνα π.Χ. όμως η Νέα Πάφος απέκτησε τόσο σημαντικό ρόλο, ως πολιτικό και οικονομικό κέντρο της περιοχής, ώστε οι Πτολεμαίοι, που έδρευαν στην Αλεξάνδρεια, μετέφεραν την πρωτεύουσα εκεί. Ως εκ τούτου, η πόλη προστατευόταν από ισχυρά τείχη.
Όταν στα 58 π.Χ. η Κύπρος προσαρτήθηκε στη Ρώμη, η Νέα Πάφος παρέμεινε πρωτεύουσα της Κύπρου. Ήταν η μόνη πόλη του νησιού που διατήρησε το προνόμιο να κόβει νομίσματα κατά τη ρωμαϊκή περίοδο. Μετά τους καταστρεπτικούς σεισμούς του 4ου αι. μ.Χ. η πρωτεύουσα μεταφέρεται στη Σαλαμίνα, που μετονομάστηκε σε Κωνστάντια, όμως η θέση της Πάφου μεταξύ των υπόλοιπων πόλεων του νησιού παραμένει εξέχουσα, λόγω και του ιερού της Αφροδίτης στην Παλαίπαφο. Η παρακμή και η συρρίκνωση της πόλης άρχισε μετά τις αραβικές επιδρομές του 7ου αι. μ.Χ. Με την επανένταξη της Κύπρου στο Βυζαντινό κράτος αρχίζει ξανά η ανάπτυξη της πόλης, που συνεχίζεται κατά τη διάρκεια της φραγκοκρατίας. Προς το τέλος της ίδιας περιόδου η Νέα Πάφος παρήκμασε και πάλι. Οι κάτοικοι άρχισαν σιγά-σιγά να μεταφέρονται στο εσωτερικό, όπου αναπτύχθηκε η σημερινή πόλη της Πάφου (Κτήμα).
Από το 1980 η Νέα Πάφος, μαζί με τον αρχαιολογικό χώρο της Παλαίπαφου, έχουν συμπεριληφθεί στον κατάλογο των Μνημείων Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO.